- ἰπνοκαής
- ἰπνο-κᾰής, ές, ([etym.] καίω)A baked in the oven, Luc.Lex.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιπνοκαής — ἰπνοκαής, ές (Α) ο ψημένος στον κλίβανο, στον φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καής (< καίω), πρβλ. ηλιο καής, πυρι καής] … Dictionary of Greek
ἰπνοκαῆ — ἰπνοκαής baked in the oven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰπνοκαής baked in the oven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰπνοκαής baked in the oven masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek